Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. The footnotes have been placed at the end of the book. Σημείωση: Το τονικό σÏστημα Îχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η οÏθογÏαφία του βιβλίου κατά τα άλλα παÏαμÎνει ως Îχει. Οι υποσημειώσεις των σελίδων Îχουν τεθεί στο Ï„Îλος του κειμÎνου. ΑΡΙΘ 3 ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΩΑÎÎΟΥ ΚΟÎΔΥΛΑΚΗ Η ΟΛΟΚΑΥΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ ΕΠΑΘΗÎΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ 1904 Ιδιοκτησία του εκδότου. — ΑπαγοÏεÏεται η ανατÏπωσις. Η ΟΛΟΚΑΥΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ Η μονή του ΑÏκαδίου, ολίγας ÏŽÏας απÎχουσα του ΡεθÏμνου, κείται επί μικÏÎ¿Ï Î¿Ïοπεδίου, το οποίον ουδεμίαν Îχει φυσικήν οχυÏότητα, αλλ' Îνεκα του ισχυÏÎ¿Ï Ï„Î¿Ï… πεÏιβόλου και της κεντÏικής του θÎσεως εχÏησίμευσε καθ' όλας τας κÏητικάς επαναστάσεις εις συναθÏοίσεις επαναστατικάς και ως Ï€Ïώτον καταφÏγιον των γυναικοπαίδων. Είναι μία των αÏχαιοτÎÏων και πλουσιωτÎÏων μονών της ΚÏήτης. Η χÏονολογία όμως της ιδÏÏσεως της δεν είναι θετικώς γνωστή. ΕπανειλημÎναι καταστÏοφαί, κατά τας διαφόÏους επαναστάσεις και τας Îξωθεν επιδÏομάς, εξηφάνισαν παν μνημείον γÏαπτόν και εγχάÏακτον, δυνάμενον να διαφωτίση την αÏχαιοτÎÏα ιστοÏίαν της μονής. ΥπάÏχει μόνον παÏάδοσις, καθ' ην το ΑÏκάδι εκτίσθη επί του αυτοκÏάτοÏος ΑÏκαδίου και εις μνήμην Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï‰Î½Î¿Î¼Î¬ÏƒÎ¸Î· ΑÏκάδιον· αλλ' είναι ενδεχόμενον η παÏάδοσις να εσχηματίσθη εξ εικασίας από το όνομα της μονής. Οπωσδήτοτε η παÏάδοσης αÏτη αναφÎÏει ότι το ΑÏκάδι εκτίσθη υπό την επιστασίαν της αÏχαιοτάτης μονής του Αγίου Αντωνίου, ήτις σώζεται και σήμεÏον, εις απόστασιν ημισείας ÏŽÏας, ως μετόχιον του ΑÏκαδίου. Κατά την μαÏÏ„Ï…Ïίαν δε ταÏτην, το ΑÏκάδι εκτίσθη το 395 και η Ï€Ïώτη καταστÏοφή την οποίαν Ï…Ï€Îστη συνÎβη κατά την κατάληψιν της νήσου υπό των ΣαÏακηνών εν Îτει 823 (1). Όταν οι ΤοÏÏκοι επήλθον κατά της ενετοκÏατουμÎνης ΚÏήτης, ο ηγοÏμενος του ΑÏκαδίου ΠατελάÏος Îσπευσε και Ï…Ï€Îβαλεν υποταγήν εις τον αÏχηγόν του Ï€ÏοελαÏνοντος εναντίον του Χάνδακος τουÏÎºÎ¹ÎºÎ¿Ï ÏƒÏ„ÏατοÏ. ΟÏτος δε εις ανταμοιβήν Îδωκε Ï€Ïονόμιά τινα εις την μονήν, εξασφαλίζοντα τας κτήσεις και τα δικαιώματά της. ΕξαιÏετικώς εις το ΑÏκάδι επÎÏ„Ïεψε να Îχη κώδωνα, Ï€Ïονόμιον το οποίον δεν φαίνεται να διετηÏήθη επί πολÏ, και Îν μÎÏ„Ïον Ï€Î±Î½Ï„Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ νήσου διά το Îλαιον και τον σίτον. Το ΑÏκάδι, ως είπον, ήτο πλουσιώτατον, Îχον κτήματα καθ' όλην την νήσον. Και εις την ΚωνσταντινοÏπολη ακόμη, κατά το Ατμεϊντάν (ΙππόδÏομον) είχεν ιδιοκτησίας, οικίας και εÏγαστήÏια. Εκ των δωÏητών δε της μονής διεσώθη η μνήμη του «άÏχοντος» Μηλιώτη και της συζÏγου αυτοÏ, οίτινες πολλά και μεγάλα κτήματά των, κείμενα εις την πεÏιφÎÏειαν του Μυλοποτάμου, αφιÎÏωσαν εις το ΑÏκάδι. Εκτός δε των ακινήτων, η αÏχόντισσα Μηλιώτη εδώÏησεν εις την μονήν δακτÏλιον με αδάμαντα μεγάλης αξίας, όστις εσώζετο μÎχÏι του 1866, ότε εις την καταστÏοφήν της μονής εχάθη. Η Ï€Ïοστασία του ÎºÎ±Ï„Î±ÎºÏ„Î·Ï„Î¿Ï Î´ÎµÎ½ επÏοφÏλαξε την μονήν από την βίαν και την αÏπαγήν βÏαδÏτεÏον, ότε αχαλίνωτος τουÏκική αναÏχία απελÏθη κατά των ΧÏιστιανών. Οι ΤοÏÏκοι δεν κατελάμβανον μεν διά της βίας τα κτήματα της μονής, αλλ' εξεβίαζον τους ηγουμÎνους και τα συμβοÏλια του ΑÏκαδίου να Ï„' ανταλλάσσουν με γαίας μηδαμινής αξίας. Î Ïος τον εξαναγκασμόν δε τοÏτον Îφθανον μÎχÏι φόνου των ανθισταμÎνων μοναχών. Κατ' αυτόν τον Ï„Ïόπον μÎγα κτήμα της μονής με 14.000 ελαιόδενδÏα εις τα πεÏίχωÏα του ΡεθÏμνου και άλλα εν ΜεσαÏά πεÏιήλθον εις την κατοχήν ΤοÏÏκων. Θα Îχανε δε οÏτω όλην την πεÏιουσίαν Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î¿ ΑÏκάδι, αν οι μοναχοί του δεν εφÏόντιζον να εξασφαλίζουν διά δώÏων και χοÏηγιών την Ï€Ïοστασίαν ενός ισχυÏÎ¿Ï Î¤Î¿ÏÏκου, όστις τους Îσωζεν από την βίαν και την απληστίαν των πολλών. Η επανάστασις του 21 εÏÏε την μονήν του ΑÏκαδίου εις ικανήν ακμήν, χάÏις εις την πολιτικήν ταÏτην. Ο ηγοÏμενος Ιωακείμ, όστις απεβίωοεν εκατοντοÏτης το 1862, διηγείτο ότι Ï€Ïο της επαναστάσεως εκείνης η μονή είχε 270 μοναχοÏÏ‚, διετήÏει δε νοσοκομείον και οι καλόγηÏοι εκαλλιÎÏγουν Ï„Îχνας τινάς, εν αις και την ποικιλτικήν των ιεÏατικών στολών. Κατά την εοÏτήν των αγίων της μονής Κωνσταντίνου και ΕλÎνης 70 ιεÏείς φÎÏοντες χÏυσοκεντήτους ιεÏατικάς στολάς, ετÎλουν την λειτουÏγίαν, κατά τας διηγήσεις του Ιωακείμ. Είχε δε τότε η μονή και βιβλιοθήκην με πολÏτιμα χειÏόγÏαφα, άτινα επυÏπολήθησαν, κατά τον πόλεμον, μετά της μονής. Τα άλλα δε αυτής κειμήλια και θησαυÏοί, συνιστάμενοι εις 7 1/2 οκάδας χÏÏ…ÏƒÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ 55 οκάδας αÏγÏÏου, κατά την μαÏÏ„Ï…Ïίαν πάντοτε του Ιωακείμ, εις στολάς χÏυσοϋφάντους, εικόνας του ΚÏητός ζωγÏάφου ΚοÏνάÏου, λείψανα του Αγίου Κωνσταντίνου και διαφόÏους πολυτίμους σταυÏοÏÏ‚, παÏελήφθησαν Ï€Ïος διάσωσιν υπό του ηγουμÎνου Ματθαίου, όστις τα εφόÏτωσεν εις Îν των πλοίων του Εμμανουήλ Τομπάζη ίνα εξασφαλισθώσιν εις τας νήσους. Αλλά το πλοίον Ï€ÏοσβληθÎν υπό ΤουÏκικών, εναυάγησε και τα πλείστα των κειμηλίων απωλÎσθησαν. Διεσώθη μόνον το λείψανον του Αγίου, διατηÏοÏμενον εις την Παναγίαν των Σελιών, είς χÏυσοÏÏ‚ σταυÏός σωζόμενος εν Μυκώνω και φÎÏων την επιγÏαφήν «ΑÏκάδιον», Îν πετÏαχήλιον χÏυσοκÎντητον εν Τήνω και άλλα αλλαχοÏ. Εκ των ναυαγών δε ο ηγοÏμενος αιχμαλωτισθείς υπό των ΤοÏÏκων, απηγχονίοθη εν ΡεθÏμνω. Ένεκα της κεντÏικής, ως είπομεν, θÎσεως του ΑÏκαδίου Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ επαÏχιών ΡεθÏμνης, Μυλοποτάμου και ΑμαÏίου, κατÎφυγον εις αυτό, αÏχομÎνης της επαναστάσεως του 1886, πολλά γυναικόπαιδα, γÎÏοντες και ασθενείς εκ των χωÏίων των επαÏχιών τοÏτων, άτινα ήσαν εκτεθειμÎνα εις τας επιδÏομάς των Ρεθυμνίων ΤοÏÏκων. Το ΑÏκάδι επίσης κατÎστησεν ÎδÏαν αυτής η ΕπιτÏοπή, δηλαδή οι αντιπÏοσωπεÏοντες την κεντÏικήν επαναστατικήν ΚυβÎÏνησιν εις τας επαÏχίας του διαμεÏίσματος ΡεθÏμνου. Î ÏόεδÏος δε της ΕπιτÏοπής ήτο ο ηγοÏμενος ΑÏκαδίου ΓαβÏιήλ, Î±Î½Î®Ï Ï„ÎµÏƒÏƒÎ±ÏακοντοÏτης πεÏίπου, ωÏαίος και αθλητικός το παÏάστημα. Κατά τας αÏχάς ΣεπτεμβÏίου, ο πασσάς ΡεθÏμνου διεμήνυσε Ï€Ïος τον ΗγοÏμενον ν' αποπÎμψη την ΕπιτÏοπήν εκ της μονής απειλών εν εναντία πεÏιπτώσει ότι θα εξεστÏάτευε και θα κατÎστÏεφε το ΑÏκάδι. Τότε Îγινε σÏσκεψις του συμβουλίου της μονής πεÏί του Ï€ÏακτÎου· και δÏο εκ των συμβοÏλων εξÎφÏασαν την γνώμην να υποδείξωσιν εις την ΕπιτÏοπήν ότι ÎÏ€Ïεπε ν' απομακÏυνθή, ίνα μη γίνη αφοÏμή να καταστÏαφή η μονή. Ο εκ των συμβοÏλων Χατζή Îεόφυτος Îλεγε: — Ας πάη Î±Î»Î»Î¿Ï Î· ΕπιτÏοπή, γιατί θα μας κατηγοÏήσουν ÏστεÏα ότι εκάψαμε το μοναστήÏι. — Îα φÏγης εσÏ, αν φοβάσαι, του είπεν εν οÏγή ο ΓαβÏιήλ. Η ΕπιτÏοπή δεν φεÏγει! Επειδή δε ο Χατζή Îεόφυτος επÎμενεν εις την γνώμην του, ο ΗγοÏμενος του είπε: — ΘωÏείς τα κείνανΠτα κάÏβουνα που 'ν' από τα 21 εκεί στση μεσοδοκιάστÏες; — ΘωÏÏŽ τα. — Με 'κείνα να θα τσοι μουζώσω στο Ï€Ïόσωπο κείνους που θα με κατηγοÏήσουνε πώς Îκαψα το μοναστήÏι για την ελευθεÏία. Οι λόγοι οÏτοι συνεκίνησαν και μετÎπεισαν τον Îεόφυτον, όστις είπε: — Σαν είν' ετσά, γοÏμενε, βάσταξά το λοιπόν δυνατά κι' όπου θ' αποθάνης ÎµÏƒÏ Î¸' αποθάνω κ' εγώ. Η απειλή του πασά ΡεθÏμνης ως τόσον δεν εξετελÎσθη. Έμελλε να εκτελεσθή υπό άλλου, του Μουσταφά πασά, ον ο Σουλτάνος είχεν αποστείλει κατά τας ημÎÏας εκείνας εις ΚÏήτην μετά πολυαÏίθμου και ÎµÎºÎ»ÎµÎºÏ„Î¿Ï ÏƒÏ„ÏατοÏ, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Î´ÎµÎ½ ότι κατά τας ήδη συγκÏοτηθείσας μάχας ο εν τη νήσω τουÏκικός στÏατός και ο επίκουÏος αιγυπτιακός είχον κατατÏοπωθή υπό των επαναστατών. ΕξÎλεξε δε ο Σουλτάνος Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ στÏατηγών Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î¿Î½ Μουσταφάν, ως γνωÏίζοντα την ΚÏήτην κάλλιον παντός άλλου, καθότι και κατά την επανάστασιν του 1851 είχε πολεμήσει εν ΚÏήτη· και επί πολλά Îτη Îπειτα εχÏημάτισε Γενικός Διοικητής της νήσου. Ο Μουσταφάς, Î±Ï†Î¿Ï Îσωσε τους ΤοÏÏκους του ΣελÏνου, πολιοÏκουμÎνους υπό των επαναστατών εις την Κάνδανον, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÏ€Ï…Ïπόλησε τα οÏεινά χωÏία της Κυδωνίας, εστÏάφη Ï€Ïος τον ΑποκώÏωναν, πυÏπολών και εÏημώνων τον τόπον, ίνα διά των στεÏήσεων αναγκάση τους επαναστάτας εις υποταγήν, Î±Ï†Î¿Ï Î´Î¹Î¬ της πειθοÏÏ‚, διά των απειλών και των όπλων δεν το κατώÏθωσε. Μετά την μάχην δε του ΒαφÎ, καθ' ην οι επαναστάται και οι μετά του I. ΖυμβÏακάκη εθελονταί ενικήθησαν υπό των εικοσαπλασίων δυνάμεων του Μουσταφά, οÏτος δι' απειλών ηνάγκασε τους ΣφακιανοÏÏ‚ να Ï€Ïοσποιηθώσιν υποταγήν, ίνα σώσωσι την επαÏχίαν αυτών και τα πολυάÏιθμα γυναικόπαιδα άτινα είχον κατάφÏγει εις αυτήν από τον εÏημωθÎντα ΑποκώÏωναν. Τα αποτελÎσματα ταÏτα ήÏκεσαν διά να νομίση ο πασάς ότι κατÎβαλε την επανάστασιν εις τας δυτικάς επαÏχίας και επÏοχώÏησε Ï€Ïος το ΡÎθυμνον, ίνα Ï€Ïοσβάλη και τους επαναστάτας των μεÏών εκείνων, καταστÏÎφων Ï€Ïώτον το ΑÏκάδιον, ÏŒÏ€ÎµÏ Î®Ï„Î¿ το κυÏιώτεÏον αυτών οÏμητήÏιον. Όταν εγνώσθη ότι ο πασάς μετά πολυαÏίθμου στÏÎ±Ï„Î¿Ï ÎµÏ€Î®Ïχετο, νÎα σÏσκεψις εγÎνετο εις το ΑÏκάδιον πεÏί του Ï€ÏακτÎου. Και όλοι ευÏÎθησαν σÏμφωνοι να μη εγκαταλίπωσι την μονήν, αλλά ν' αμυνθώσιν εν αυτή. Εις την οχυÏότητα της θÎσεως δεν ηδÏναντο να Îχουν μεγάλην πεποίθησιν, αλλά τους ενεθάÏÏυνε, φαίνεται, η στεÏεότης του πεÏιβόλου της μονής και η ελπίς εις επικουÏίαν και αντιπεÏισπασμόν εκ μÎÏους των επαναστατών των Ï€ÎÏιξ επαÏχιών, εν πεÏιπτώσει πολιοÏκίας. Πολεμεφόδια είχον αÏκετά, καθότι εις το ΑÏκάδι ήσαν αι γενικαί αποθήκαι της επαναστάσεως, Ï„Ïοφαί δ' επίσης υπήÏχον επαÏκείς εις τας πλουσίας αποθήκας του μοναστηÏίου. Ο αντισυνταγματάÏχης Πάνος ΚοÏωναίος, όστις Ï€Ïο ολίγου είχε φθάσει μετ' εθελοντών τινων εις ΚÏήτην και διοÏισθή υπό της ΣυνελεÏσεως των ΚÏητών Γενικός ΑÏχηγός του τμήματος ΡεθÏμνης, ευÏÎθη εις το ΑÏκάδι κατά τας ημÎÏας εκείνας. ΟÏτος δε βλÎπων το δυσφÏλακτον της μονής και τον βÎβαιον κίνδυνον εις ον θα εξετίθεντο οι εν αυτή πολιοÏκοÏμενοι, δεν επεδοκίμασε την γνώμην του ΓαβÏιήλ και των άλλων. Αλλ' οι πλείστοι των εν τω μοναστηÏίω επÎμειναν ακλόνητοι εις την απόφασιν αυτών. ΣυνεβοÏλευσε τότε ο ΚοÏωναίος να κατεδαφίσωσι τους σταÏλους και τον ανεμόμυλον, οίτινες ευÏίσκοντο Îξω της μονής εις απόστασιν 100-150 μÎÏ„Ïων, ίνα μη καταληφθώσιν υπό του εχθÏÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ χÏησιμεÏσωσιν εις τας πολεμικάς Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÎµÏ€Î¹Ï‡ÎµÎ¹Ïήσεις εναντίον του μοναστηÏίου. Αλλ' ουδ' η συμβουλή του αÏτη εξετελÎσθη, ίσως διότι το Ï€Ïάγμα δεν ήτο εÏκολον ή διότι δεν εδόθη καιÏός. Αλλ' ουδΠτα γυναικόπαιδα παÏά την γνώμην και τας Ï€ÏοτÏοπάς του ΚοÏωναίου, ηθÎλησαν ν' απÎλθωσιν εκ της μονής και καταφÏγωσιν εις ασφαλÎστεÏα μÎÏη. — ÎŒ,τι θα γίνουν οι άνδÏες θα γίνωμε κ' εμείς, ήτο η απάντησίς των. Αν αποθάνουν αυτοί, ας αποθάνωμεν κ' εμείς. Αλλά μήπως αν Îφευγον εις τα ÏŒÏη, δεν θα εκινδÏνευον ν' αποθάνουν κ' εκεί εκ των στεÏήσεων και των κακουχιών; Ο χειμών είχεν ήδη αÏχίση με ασυνήθη δÏιμÏτητα και ο ΨηλοÏίτης είχε καλυφθή Ï€ÏοώÏως υπό χιόνος. Ολίγον βÏαδÏτεÏον τοιαÏτη παγωνιά κατÎλαβε τα πλανώμενα εις τα ÏŒÏη θÏματα της τουÏκικής αγÏιότητος, ώστε πολυάÏιθμα παιδία, γυναίκες και γÎÏοντες απÎθανον. Ο ΚοÏωναίος, αφήσας εις την μονήν, ως φÏοÏÏαÏχον, τον ανθυπολοχαγόν Ιωάννην Δημακόπουλον μετά επτά ή οκτώ εθελοντών απήλθε. Τον ηκολοÏθησαν δε ο οπλαÏχηγός Παπά ΜαÏουλιανός καί τινες άλλοι, συμμεÏιζόμενοι την γνώμην του ότι ÎÏ€Ïεπε να εγκαταλειφθή το ΑÏκάδι. Εις την μονήν Îμειναν πεÏί τα 900 άτομα, εξ ων 270 πεÏίπου οπλοφόÏοι, οι δε λοιποί γυναικόπαιδα και ασθενείς. Μοναχοί δυνάμενοι να φÎÏουν όπλα ανήÏχοντο εις 40. Έμειναν δε και οι ευÏεθÎντες εκεί εκ των δεκαÎξ μελών της ΕπιτÏοπής Δ. ΣκοÏδίλης, Μελισσώτης, Σκουλάς, ΧαιÏÎτης, ΜπεÏγαδής, Μπολάνης, ΠοÏτάλιος, Αντωνογιαννάκης, Σαουνάτσος. Ομοίως οι οπλαÏχηγοί Îικόλαος Βενιανάκης, Παπά ΚÏανιώτης, Κωνσταντίνος Δασκαλάκης. Οι ΤοÏÏκοι ενεφανίσθησαν εÏχόμενοι εναντίον της μονής την 7 ÎοεμβÏίου. Η Ï€ÏωτοποÏεία αυτών απετελείτο εξ ατάκτων ΤουÏκοκÏητών, οίτινες είχον αÏχηγόν τον εξ Αμνάτου Αλή αγάν ΠαστÎλλαν. Διά να εξαπατήσωσι δε τους εν τη μονή οι ΤουÏκοκÏήτες οÏτοι είχον αναπετάσει ελληνικάς σημαίας. Αλλ' ο Îικόλαος Βενιανάκης, επόπτης των σκοπών, τους οποίους είχον τάξει κατά μήκος της χαÏάδÏας εις ην απολήγει εκ του μÎÏους εκείνου το οÏοπÎδιον, τους ανεγνώÏισε και οι σκοποί ανήγγειλαν διά πυÏοβολισμών την εμφάνισιν του εχθÏοÏ. Κατόπιν των ατάκτων ΤουÏκοκÏητών, ήÏχετο μετά στÏÎ±Ï„Î¿Ï Î¿ Σουλεϋμάν βÎης, γυναικάδελφος του Μουσταφά, όστις, Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÎµÏιεκÏκλωσε την μονήν εκ Ï„Ïιών μεÏών, εκάλεσε τους εν τη μονή να παÏαδοθώσιν. Αλλ' οι υπεÏασπισταί του ΑÏκαδίου απήντησαν διά των όπλων εις την Ï€Ïότασιν του εχθÏοÏ. Καίτοι δε ηδÏναντο ακόμη να φÏγωσι Ï€Ïος τον Μυλοπόταμον, Îμειναν και απτόητοι εδÎχθησαν τας Ï€Ïώτας επιθÎσεις των ΤοÏÏκων. Εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î¿ Μουσταφάς, μÎνων εις την Επισκοπήν ΡεθÏμνης μετά του υπολοίπου στÏατοÏ, εφÏόντισε να εμποδίση πάσαν Îξωθεν επικουÏίαν Ï€Ïος την πολιοÏκουμÎνην μονήν. Î Ïος τοÏτο δε εις μεν την Επισκοπήν αφήκε σώμα εκ 1000 ανδÏών, άλλο δε σώμα απÎστειλεν εις ΚÏουσώνα Μαλεβυζίου, ενώ ο πασάς ΗÏακλείου Ρεσίτ ηπείλει να εισβάλη εις Μυλοπόταμον. ΟÏτω οι επαναστάται του Μυλοποτάμου ήσαν ηναγκασμÎνοι να φυλάττουν τας εξ ανατολών διόδους της επαÏχίας των, οι δε ΡεθÏμνιοι είχον Ï€Ïο αυτών το Ï€Ïόσκομμα της εν τη Επισκοπή τουÏκικής φÏουÏάς· και κατώÏθωσαν μεν την Ï€Ïώτην ημÎÏαν να την εκτοπίσωσιν, αλλ' επανελθοÏσα εκ ΡεθÏμνου ισχυÏοτÎÏα αÏιθμητικώς, κατÎλαβεν εκ νÎου την Επισκοπήν και άλλα παÏακείμενα χωÏία. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ οÏτως απεμόνωσε την μονήν ο Μουσταφάς, διηυθÏνθη και αυτός Ï€Ïος αυτήν, άγων άλλον στÏατόν. ΑποκÏοÏσας δε μικÏά τινα επαναστατικά σώματα, άτινα επεχείÏησαν ν' αντιστώσιν εις την διάβασίν του, Îφθασε Ï€Ïο του ΑÏκαδίου, το οποίον είχεν ήδη αÏχίσει να μυδÏοβολή ο Σουλεϋμάν. Μετά την άφιξιν του Μουσταφά, ο συγκεντÏωθείς πεÏί το ΑÏκάδιον τουÏκικός στÏατός ανήλθεν εις 10,000 πεÏίπου, αποτελοÏμενος εκ δώδεκα ταγμάτων, μετά δÏο οÏεινών πυÏοβολαÏχιών, ολίγου Î¹Ï€Ï€Î¹ÎºÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ πολλών ατάκτων, ΤουÏκοκÏητών και Αλβανών. Ο πασάς επανÎλαβε Ï€Ïος τους εν τη μονή την Ï€Ïόσκλησιν να παÏαδοθώσιν· αλλ' οι πολιοÏκοÏμενοι Îδωκαν και Ï€Ïος αυτόν την απάντησιν, ην είχον δώσει Ï€ÏοηγουμÎνως εις τον Σουλεϋμάν. «Μόνον νεκÏοί θα παÏαδοθώμεν!» Τότε ο Μουσταφάς διÎταξε γενικήν επίθεσιν κατά του ΑÏκαδίου, ενώ το Ï€Ï…Ï Ï„Ï‰Î½ δÏο πυÏοβολαÏχιών συνεκεντÏοÏτο κατά της δυτικής Ï€Ïλης της μονής. Αλλ' οι πολιοÏκοÏμενοι δι' ευστόχου πυÏός εκ των παÏαθÏÏων και των πολεμοθυÏίδων του πεÏιβόλου τους απÎκÏουσαν. Οι ΤοÏÏκοι εφαίνοντο Ï€ÏοσπαθοÏντες να καταλάβωσι τους σταÏλους, οίτινες παÏά την συμβουλήν του ΚοÏωναίου, δεν είχον κατεδαφισθή. Διά τοÏτο και οι υπεÏασπισταί του ΑÏκαδίου Ï€Ïος το μÎÏος τοÏτο ÎστÏεψαν κυÏίως την Ï€Ïοσοχήν των. ΤινÎÏ‚ δ' εξ αυτών κατÎχοντες τον παÏακείμενον ανεμόμυλον διηÏθυνον φονικώτατον Ï€Ï…Ï ÎºÎ±Ï„Î¬ των ΤοÏÏκων εκ μικÏάς αποστάσεως. Άλλοι εξεÏχόμενοι από την μικÏάν Ï€Ïλην τον πεÏιβόλου, το «ποÏτάκι», κατείχον θÎσεις Ï€Ïο της μονής και εκείθεν υπεδÎχοντο τας εφοÏμήσεις του εχθÏοÏ. Αι δυο μεγάλαι Ï€Ïλαι του πεÏιβόλου της μονής, αι λεγόμεναι «Ρεθυμιώτικη» και «ΚαστÏινή», ως βλÎπουσαι η μεν Ï€Ïος το ΡÎθυμνον, η δε Ï€Ïος το ΗÏάκλειον (ΚάστÏον), είχον κλεισθή και στηÏιχθή Îσωθεν διά ξÏλων και λίθων. Αλλά τα βλήματα του τουÏÎºÎ¹ÎºÎ¿Ï Ï€Ï…ÏÎ¿Î²Î¿Î»Î¹ÎºÎ¿Ï Î´Î¹Î·Ï…Î¸Ïνοντο κυÏίως κατά της Ï€Ïώτης. Η Ï€Ïλη όμως αντείχε, διότι ήτο σιδηÏά, τα δε πυÏοβόλα του εχθÏÎ¿Ï Î®Ï„Î±Î½ μικÏάς ολκής, διό ελαχίστας βλάβας επÏοξÎνουν και εις τα τείχη. Οι πολιοÏκοÏμενοι ανÎμενον Îξωθεν βοήθειαν και ηπόÏουν βλÎποντες ότι η ημÎÏα παÏήÏχετο χωÏίς ουδαμόθεν να φανή ο αναμενόμενος αντιπεÏισπασμός. Μόνον ολίγοι επαναστάται, τους οποίους είχον συναθÏοίσει εκ των πλησιοχώÏων ο ΚοÏωναίος και ο Παπά ΜαÏουλιανός, Ï€Ïοσήλθον και Ï€ÏοσÎβαλον τους ΤοÏÏκους· αλλά, μη δυνηθÎντες ν' αντιστώσιν εις την ισχυÏάν τοÏτων αντεπίθεσιν, ηναγκάσθησαν ν' αποσυÏθώσιν. Εν τοÏτοις η ευψυχία των υπεÏασπιστών του ΑÏκαδίου διετηÏείτο ακμαία και η νυξ τους εÏÏεν ακλονήτους εις την απόφασιν αυτών να επιμείνωσιν εις την αντίστασιν μÎχÏι θανάτου. Ο δεκάωÏος βομβαÏδισμός, η άπαυστος καθ' όλην την ημÎÏαν χάλαζα των σφαιÏών, ο βαÏβαÏικός αλλαλαγμός των εφοÏμώντων εχθÏών ουδ' αυτάς τας γυναίκας είχον εκπτοήσει. Ουδεμία φωνή ολιγοψυχίας ηκοÏσθη. Καθ' όλην την ημÎÏαν αι γυναίκες άλλαι μεν εκόμιζον εις τους πολεμιστάς πολεμεφόδια και νεÏόν, άλλαι επεÏιποιοÏντο τους Ï„Ïαυματίας και άλλαι εντός του Î½Î±Î¿Ï ÎºÎ±Ï„ÎµÏƒÎºÎµÏαζον πυÏιτιδοβολάς με τον χάÏτην των εκκλησιαστικών βιβλίων. ÎœÎµÏ„Î±Î¾Ï Î±Ï…Ï„ÏŽÎ½ διεκÏίνετο διά το θάÏÏος και την ψυχÏαιμίαν αυτής η ΧαÏίκλεια Δασκαλάκη. Την εσÎβοντο πάντες και ως γυναίκα μεγαλόψυχον και ως μητÎÏα Ï„Ïιών ανδÏείων υιών, εκ των οποίων ο είς ευÏίσκετο εντός του ΑÏκαδίου, Îχων την σημαίαν Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï…ÏˆÏ‰Î¼Îνην επί του τείχους. (2) Εις τας συσκÎψεις ηκοÏετο η γνώμη της ΧαÏικλείας Δασκαλάκη και η γνώμη της ήτο να Ï€Ïοτιμήσουν τον θάνατον παÏά να παÏαδοθοÏν εις τους ΤοÏÏκους, καίτοι εν τη μονή είχεν υιόν, εγγονοÏÏ‚ και άλλους συγγενείς. Η σιγή της επελθοÏσης νυκτός, εν μÎσω του φοβεÏÎ¿Ï ÎºÎ»Î¿Î¹Î¿Ï Ï„Î¿Î½ οποίον εσχημάτιζε πεÏί την μονήν το στÏατόπεδον των ΤοÏÏκων, υπήÏξε φÏικτή. ΠεÏί το μεσονÏκτιον ο ουÏανός εκαλÏφθη υπό νεφών, επηκολοÏθησαν δε αστÏαπαί και βÏονταί, χωÏίς να βÏÎξη. Οι πολιοÏκοÏμενοι ηγÏÏπνησαν Ï€Ïοσευχόμενοι εις τον ναόν, υπό τους θόλους του οποίου αντήχουν αι βÏονταί ως ενθάÏÏυνσις ουÏανόθεν. Ο Μουσταφάς βλÎπων ότι το πυÏοβολικόν του ήτο ανίσχυÏον να εκπτοήση τους υπεÏασπιστάς του ΑÏκαδίου και ν' ανοίξη Ïήγμα εις το τείχος, εκόμισε κατά την νÏκτα δÏο βαÏÎα πυÏοβόλα εκ ΡεθÏμνου. Την επιοÏσαν αι Îφοδοι επανελήφθησαν από Ï€Ïωίας λυσσωδÎστεÏαι, ενώ τα βλήματα των νÎων πυÏοβόλων διÎσειον την Ï€Ïλην του μοναστηÏίου και διεÏÏήγνυον το τείχος. Ο ηγοÏμενος ΓαβÏιήλ πεÏιεÏχόμενος τας διαφόÏους θÎσεις, ενεψÏχωνε διά γενναίων λόγων τους πολεμιστάς. Συχνά δ' εξήÏχετο και εις τα Ï€ÏόθυÏα της μονής ίνα ενθαÏÏÏνη και τους εκείθεν αντιμετωπίζοντας τον εχθÏόν Ï€Ïομάχους της μονής. Τα Ïάσα του ήσαν διάτÏυτα εκ των σφαιÏών. Οι ΤοÏÏκοι, αναγνωÏίζοντες αυτόν εκ του παÏαστήματος, διηÏθυνον κατ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï‡Î¬Î»Î±Î¶Î±Î½ σφαιÏών. Αλλ' ο ΓαβÏιήλ ατÏόμητος και άτÏωτος, ÏŽÏμα μετά του Îτελή ΔÏάκου, του ΠαÏλου ΚοÏβου, του Παπά ΚÏανιώτη, του ÎµÎ¸ÎµÎ»Î¿Î½Ï„Î¿Ï ÎžÎ¬Î½Î¸Î· και ξιφήÏεις κατεδίωκον τους θÏασυτÎÏους των ΤουÏκοκÏητών και Αλβανών, οίτινες Ï€ÏοηγοÏντο εις τας εφόδους. Αλλ' ουδΠκατά την δευτÎÏαν ημÎÏαν ενεφανίζετο η αναμενομÎνη Îξωθεν επικουÏία. Μόνον πεÏί την μεσημβÏίαν Ï€Ïοσήλθον Μυλοποταμίται τινÎÏ‚ και εκ των υψωμάτων της Συκιάς Ï€ÏοσÎβαλον τους ΤοÏÏκους· αλλ' ήσαν τόσον ολίγοι, ώστε ο αντιπεÏισπασμός αυτών υπήÏξεν ασήμαντος, οι δε ΤοÏÏκοι ευχεÏÏŽÏ‚ τους απÎκÏουσαν, χωÏίς να διακόψωσι την κατά του ΑÏκαδίου επίθεσιν. Αλλ' οι ΡεθÏμνιοι, οι ΑμαÏιώται και Αγιοβασιλίται Ï€Î¿Ï Î®ÏƒÎ±Î½; Οι πολιοÏκοÏμενοι συνεπÎÏαινον μεν ότι σοβαÏόν τι τους ημπόδιζε να σπεÏσωσιν εις βοήθειαν αυτών, αλλ' ήτο αδÏνατον να μαντεÏσωσι την αληθή αιτίαν της εγκαταλείψεως ταÏτης. Διότι εις το οÏοπÎδιον του ΑÏκαδίου δεν ÎβÏεχεν, ενώ εις τας Ï€ÎÏιξ επαÏχίας ÎβÏεχεν από της Ï€ÏοτεÏαίας τόσον δυνατά, ώστε οι χείμαÏÏοι είχον καταστή αδιάβατοι. Î™Î´Î¿Ï Ï„Î¹ είχεν εμποδίσει τους ΑμαÏιώτας, Ρεθυμνίους και λοιποÏÏ‚ να δÏάμωσιν εις επικουÏίαν των κινδυνευόντων εις το ΑÏκάδιον, Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ οποίων μάλιστα πολλοί των Îξω είχον αδελφοÏÏ‚, μητÎÏας και Ï„Îκνα. Άμα εγνώσθη ότι ο Μουσταφάς διηυθÏνετο εναντίον του ΑÏκαδίου, οι επαναστάται των γειτονικών επαÏχιών συνηθÏοίσθησαν και απεφάσισαν, ίνα οι μεν επιτεθώσι κατά των πολιοÏκοÏντων το μοναστήÏιον ΤοÏÏκων, οι δε Ï€Ïοσβάλωσι τους κατÎχοντας την Επισκοπήν. ίνα ο Πασάς ανησυχών διά την Ï„Ïχην του ΡεθÏμνου, στενοχωÏοÏμενος δε εν μÎσω της αμÏνης των πολιοÏκουμÎνων και της εξωτεÏικής επιθÎσεως, αναγκασθή να λÏση την πολιοÏκίαν, εις την οποίαν είχεν υποστή σημαντικάς απωλείας. Αλλ' η επελθοÏσα κακοκαιÏία, ήτις από της βÏοχής ετÏάπη εις χιονοθÏελλαν, εματαίωνε το σχÎδιον. Τα όπλα των, τουφÎκια παλαιά με πυÏολίθους, κατÎστησαν άχÏηστα εκ της βÏοχής. Όσοι δε, κατοÏθώσαντες να διαβώσι τους πλημμυÏοÏντας χειμάÏÏους, Îφθασαν εις τα πεÏί το ΑÏκάδιον υψώματα, εθεώντο άπÏακτοι, με την οδÏνην της αδυναμίας, την σπαÏακτικήν Ï„Ïαγωδίαν ήτις ετελείτο κάτω εις το οÏοπÎδιον. Μόνον εκεί δεν ÎβÏεχεν, ως εάν και ο καιÏός συνεμάχει μετά των πολλών εναντίον των ολίγων, μετά των Ï„Ï…Ïάννων εναντίον των Ï„Ï…ÏαννουμÎνων. Οι δυστυχείς εκείνοι Îκλαιον. — ΘεΠμου, δεν υπάÏχει λοιπόν δικαιοσÏνη; Όλοι και όλα είνε εναντίον μας; Εάν από τις αμαÏτίες μας βασανιζώμεθα, δεν είνε αÏκετά τα όσα Îχομεν υποφÎÏει; Ο καπνός της μάχης εσκÎπαζε το ΑÏκάδιον, το οποίον εφαίνετο ως καιόμενον. Και τωόντι εκαίετο εν μÎσω του πυÏός, το οποίον εξήμουν εναντίον του απαÏστως τα στόμια τόσων χιλιάδων όπλων. Εκάστη βολή πυÏοβόλου κÏοτοÏσα επί των τειχών, τα οποία επÏοστάτευον τόσα αθώα πλάσματα, ή πίπτουσα εντός του πεÏιβόλου της μονής, απÎσπα μÎÏος από την καÏδίαν των ανδÏών εκείνων, οίτινες ÏιγοÏντες, άθλιοι εν τη αδυναμία των, Îβλεπον μακÏόθεν την αγωνίαν των αδελφών αυτών και Ï€ÏοÎβλεπον την μοιÏαίαν Îκβασιν της πάλης τον ασθενοÏÏ‚ κατά τον ισχυÏοÏ. Η σκÎψις δε, ότι οι πολιοÏκοÏμενοι θ' απÎδιδαν ίσως εις απÏοθυμίαν την εγκατάλειψιν αυτών, καθίστα πικÏοτÎÏαν την οδÏνην των δυστυχών εκείνων. Ήσαν αÏά γε δυστυχÎστεÏοι και πλÎον αυτών αξιοθÏήνητοι οι κινδυνεÏοντες εντός του ΑÏκαδίου; Η άμυνα των πολιοÏκουμÎνων, όσον και αν ήτο ηÏωική, δεν κατώÏθωσε μÎχÏι Ï„Îλους ν' αναχαιτίση τα εφοÏμώντα πλήθη των ΤοÏÏκων, οίτινες ηδυνήθησαν να καταλάβωσι θÎσεις εγγÏτεÏον της μονής, κατÎλαβον δε και τους σταÏλους. Και τοποθετήσαντες εντός αυτών τα βαÏÎα πυÏοβόλα, ετÏÏπησαν τον Ï€Ïος την μονήν τοίχον και εκείθεν εκανονοβόλουν την Ï€Ïλην. Ο Μουσταφάς σπεÏδων να πεÏατώση την πολιοÏκίαν, Ï€Ïιν ή λάβουν καιÏόν οι επαναστάται των Ï€ÎÏιξ επαÏχιών και δυνηθώσι να επιτεθώσιν εναντίον του, είχε δώσει τας αυστηÏοτÎÏας διαταγάς εις τους αξιωματικοÏÏ‚ του. ΟÏτω το Ï€Ï…Ï ÎµÎ¾Î·ÎºÎ¿Î»Î¿Ïθει άπαυστον κατά των πολιοÏκουμÎνων, οι δε στÏατιώται, καί τοι δεκατιζόμενοι υπό του ευστόχου πυÏός των υπεÏασπιστών της μονής, επÏοχώÏουν πατώντες επί πτωμάτων και ο κλοιός της πολιοÏκίας εγίνετο από ÏŽÏας εις ÏŽÏαν στενότεÏος. Τόσον δε πλησίον του μοναστηÏίου είχον φθάσει οι ΤοÏÏκοι κατά το απόγευμα, ώστε Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ εντοπίων ΤοÏÏκων και των γνωÏίμων αυτών εκ των πολιοÏκουμÎνων συνήπτοντο διάλογοι: — Δεν Ï€Ïοσκυνάτε, μωÏÎ; θα χαθήτε άδικα, κακομοίÏηδες, εφώναζον οι ΤοÏÏκοι. — Μαζή θα χαθοÏμε, απήντων οι πολιοÏκοÏμενοι. ΜπαÏοÏτι Îχομε να σας πολεμοÏμε Îνα μήνα. — Απόψε θα μποÏμε μÎσα και τότε τα λÎμε — Καλώς νάÏθετε· σας Îχουμε Ï„ÏαπÎζι στÏωμÎνο και θα καλοπεÏάσετε. Οι πολιοÏκοÏμενοι είχον πλÎον την γαλήνην των αποφασισμÎνων. Τον θάνατον τον Îβλεπον επεÏχόμενον και τον ανÎμενον αταÏάχως. Τι πλÎον του θανάτου ηδÏναντο να φοβηθώσι; Μίαν μόνην σκÎψιν και μίαν φÏοντίδα είχον πλÎον· ν' αποθάνωσι καλώς. ΜαÏÏοι και αγνώÏιστοι εκ του καπνοÏ, εκάθηντο εις τας θÎσεις των κ' επυÏοβόλουν, ολίγον φÏοντίζοντες πλÎον και να Ï€Ïοφυλάσσωνται. Είχον ήδη φονευθή και πληγωθή πολλοί, αλλ' ουδεμία ηκοÏετο κÏαυγή πόνου, ουδείς θÏήνος γυναικών. Και εκ τοÏτων τινÎÏ‚ είχον φονευθή και πληγωθή υπό των σφαιÏών και των οβίδων· αλλ' ο φόβος και η μικÏοψυχία είχον φυγαδευθή εκ της μονής. Αι γυναίκες εξηκολοÏθουν να υπηÏετοÏν τους πολεμιστάς και να τους ενθαÏÏÏνουν μάλιστα· αλλ' η αταÏαξία αυτών ήτο η καλλιτÎÏα εμψÏχωσις· τινÎÏ‚ εξ αυτών μάλιστα, γνωÏίζουσας την χÏήσιν των όπλων, Îδιδον καιÏόν ανακουφίσεως εις τους συζÏγους και τους αδελφοÏÏ‚ των, γεμίζουσαι τα όπλα των ή και τουφεκίζουσαι αντ' αυτών. Η δε ΧαÏίκλεια Δασκαλάκη όσον ο κίνδυνος ηÏξανε, τόσον θαÏÏαλεοτÎÏα ανεδεικνÏετο. Όταν δεν Ï€ÏοσηÏχετο Ï€Ïο των αγίων εικόνων, όταν δεν επεστάτει εις την κατασκευήν των πυÏιτιδοβολών, ευÏίσκετο πλησίον του Ï…Î¹Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ Κωστή. ΕπανειλημμÎνως βληθείς υπό σφαιÏών, κατÎπεσεν ο ιστός της σημαίας του Ï…Î¹Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ και πάντοτε αυτή την ανεστÏλωνεν. Όταν δε απεκόπη και το σχοινίον και η σημαία κατÎπεσε, την εδίπλωσε και την εφÏλαξεν εις τον κόλπον της, αταÏάχως ισταμÎνη υπό την βÏοχήν των σφαιÏών (3). Οι πολιοÏκοÏμενοι είχον και σαλπιγκτήν, Îνα εθελοντήν μιγάδα, διό και τον ωνόμαζον ΑÏάπην. Ο σαλπιγκτής εμάχετο και αυτός, αλλ' εκ διαλειμμάτων ÎÏÏιπτε και Îν σάλπισμα εις τον πάταγον της μάχης, ως κÏαυγήν ενθαÏÏÏνσεως Ï€Ïος τους συμπολεμιστάς του. Ήτο εÏθυμος και αγαθός, διό και κατά τας Ï„Ïαγικάς εκείνας στιγμάς το σάλπισμά του είχε κάτι τι από την παιδικήν του ευθυμίαν και από το αιώνιον μειδίαμα των λευκών του οδόντων. — Γεια σου, ΑÏάπη! του εφώναζαν εις Îκαστον σάλπισμα από τα τείχη της μονής. ΤινÎÏ‚ δε και του απηÏθυνον αστεϊσμοÏÏ‚: — Δεν πας να νιφθής, μωÏÎ; Από την μπαÏοÏτη Îχεις γίνει σαν αÏάπης. — Είμαστε αδÎÏφια· όλοι αÏάπηδες, απήντα ο σαλπιγκτής, Η αστοχία των ΤοÏÏκων πυÏοβολητών παÏÎτεινε την αγωνίαν του ΑÏκαδίου. Αλλά πεÏί την δείλην επανειλημμÎναι βολαί επιτυχοÏσαι την Ï€Ïλην διÎÏÏηξαν αυτήν· και άλλαι ήνοιξαν Ïήγματα εις διάφοÏα μÎÏη του πεÏιβόλου. Ο κανονοβολισμός εξηκολοÏθησε και επί τινας ÏŽÏας της νυκτός. Οι δε πολιοÏκοÏμενοι, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÏƒÏ„ÎµÏεώσαν την Ï€Ïλην διά νÎων στηÏιγμάτων, συνήλθον εις νÎαν σÏσκεψιν πεÏί του Ï€ÏακτÎου. ΠεÏί παÏαδόσεως ουδείς εσκÎπτετο, όλων θεωÏοÏντων Ï€ÏοτιμότεÏον τον θάνατον. Αλλ' ηπόÏουν πώς εγκατελείφθησαν αβοήθητοι παÏά των Îξω. Τι αÏά γε να συνÎβαινε; Μήπως ο Μουσταφάς εξαπÎστειλε τόσον στÏατόν εις τας επαÏχίας, ώστε να παÏακωλÏση πάσαν κίνησιν των επαναστατών; ΈπÏεπε να μάθωσι τι συνÎβαινε, ίνα αποθνήσκοντες είνε τουλάχιστον ανακουφισμÎνοι από το βάÏος της υποψίας, ότι οι αδελφοί των δεν επÏοθυμοποιήθησαν να τους βοηθήσουν. ΈπÏεπεν οπωσδήποτε να καταστήσουν γνωστήν εις τους Îξω την ακÏοσφαλή αυτών θÎσιν και την απόφασιν αυτών ν' αντιστώσι μÎχÏι θανάτου, ίνα σπεÏσωσιν εις βοήθειάν των εφ' όσον ακόμη ήτο καιÏός, διότι Ï€ÏοÎβλεπον ότι την επιοÏσαν οι ΤοÏÏκοι θα επεχείÏουν την αποφασιστικήν Îφοδον, εις ην η μονή, διάτÏητος ως ήτο εκ των οβίδων, δεν θα κατώÏθωνε ν' αντιστή. ΤÏεις εκ των ανδÏών, ο Παπά ΚÏανιώτης, ο ΠαÏλος ΚοÏβος και ο Αδάμης Παπαδάκης, διακÏινόμενοι επί ωκυποδία, ανÎλαβον να διÎλθωσι διά της πολιοÏκητικής γÏαμμής και μεταβαίνοντες ο μεν εις το Μυλοπόταμον, οι δε εις τας άλλας επαÏχίας, δώσωσιν επιστολάς του ΗγουμÎνου και των ΕπιτÏόπων Ï€Ïος τους ΚαπετανÎους, επιστÏÎψωσι δε Ï€Ïο της αυγής διά να φÎÏωσιν απαντήσεις. Οι Ï„Ïεις οÏτοι, φοÏÎσαντες λευκά σαÏίκια, διά να φαίνωνται ως ΤοÏÏκοι, και αποβαλόντες τα υποδήματά των, εξήλθον από το ποÏτάκι. Επειδή δε είχε συμφωνηθή να πυÏοβολήσουν Ï„Ïις εξ ωÏισμÎνου σημείου, άμα θα διÎβαινον τας τουÏκικάς γÏαμμάς σώοι, ο ΗγοÏμενος ανÎβη εις τον θόλον του ναοÏ, άλλοι δε εις το υψηλότεÏον μÎÏους του τείχους και ανÎμενον το σÏνθημα. Οι Ï„Ïεις πυÏοβολισμοί ηκοÏσθησαν μετ' ολίγον και οι εναγωνίως αναμÎνοντες ανεφώνησαν κάμνοντες τον σταυÏόν των: — Δόξα σοι ο Θεός! Ο ουÏανός ήτο ανÎφελος, κατά την νÏκτα δ' εκείνην παÏουσίαζεν Îκτακτον και καταπληκτικόν θÎαμα. ΆπειÏοι διάττοντες διÎÏ„Ïεχον το στεÏÎωμα καθ' όλας τας διευθÏνσεις, ως πυÏά μάχης. Το θÎαμα τοÏτο, το οποίον εθεωÏήθη ως σημείον υπό των πολιοÏκουμÎνων, επηÏξησε την μελαγχολίαν αυτών. Αλλά καίτοι ήσαν πεÏίλυποι και κατάκοποι, Îμειναν αγÏυπνοÏντες και μόνον εις την Ï€Ïοσευχήν εζήτησαν ανακοÏφισιν. Î‘Ï†Î¿Ï ÎµÏˆÎ¬Î»Î· δÎησις εις τον ναόν, ο ΓαβÏιήλ ωμίλησεν ως εξής: «Αδελφοί μου, Îχετε πίστιν εις τον Θεόν και θα σωθώμεν. Μη φοβήσθε την δÏναμιν του εχθÏοÏ. Εάν ο εχθÏός είναι δυνατός ο Θεός είναι παντοδÏναμος. Και ο Θεός, όστις εβÏθισε τους στÏατοÏÏ‚ του ΦαÏαώ εις την ΕÏυθÏάν, δÏναται επίσης να καταστÏÎψη τους στÏατοÏÏ‚ του Μουσταφά. Ο Θεός όστις εδυνάμωσε τον βÏαχίονα του μικÏÎ¿Ï Î”Î±Ï…Î¯Î´ διά να καταβάλη τον γίγαντα Γολιάθ, θα δώση και εις ημάς τους ασθενείς την δÏναμιν να νικήσωμεν τον ισχυÏόν αντίπαλον. «Αλλά και αν ο Θεός άλλως θελήση, ας παÏηγοÏηθώμεν και ας χαÏώμεν, διότι ημάς εδιάλεξε διά την υψηλήν θυσίαν Ï…Ï€ÎÏ Ï€Î¯ÏƒÏ„ÎµÏ‰Ï‚ και πατÏίδος. Τάχα αÏγά ή γÏήγοÏα δεν θ' αποθάνωμεν; ΆνθÏωπος ωσεί χόÏτος αι ημÎÏαι αυτοÏ. Î ÏοτιμότεÏον λοιπόν ν' αποθάνωμεν ως μάÏÏ„Ï…Ïες της πίστεως και της πατÏίδος, ίνα, όχι μόνον η ψυχή μας μείνη αθάνατος εις τους ουÏανοÏÏ‚, αλλά και η μνήμη μας επί της γης εις τον σεβασμόν των ομοεθνών μας. Ο θάνατός μας, όστις εις άλλην πεÏίστασιν θα είναι ανωφελής, Ï„ÏŽÏα θα γίνη Ï€Ïόξενος μεγάλου καλοÏ· θα σώση την πατÏίδα μας. »Και Ï„ÏŽÏα, αδελφοί μου, ας συγχωÏήσωμεν και ασπασθώμεν αλλήλους και ας ζητήσωμεν συγχώÏησιν παÏά του ΘεοÏ. Έπειτα δε ας Ï€Ïάξωμεν επί Ï„Îλους το καθήκον ημών Ï€Ïος την ιεÏάν ημών πίστιν και την πατÏίδα και ας γείνη το θÎλημα του ΘεοÏ.» Έπειτα τους ηÏώτησεν αν όλοι ήσαν Îτοιμοι διά το Ï…Ï€ÎÏτατον τοÏτο καθήκον και όλοι απήντησαν ότι ακλόνητοι θα Îφθανον εις τον θάνατον, αν απÎβαινεν αδÏνατον να φθάσωσιν εις την νίκην. — Î Ïοτιμώμεν ν' αποθάνωμεν και να ταφώμεν εδώ όλοι, παÏά να παÏαδοθώμεν εις τον εχθÏόν, ήτο η θÎλησις όλων. Και εις τα μÎτωπα πάντων Îλαμπεν ήδη ο στÎφανος του μαÏÏ„Ï…Ïίου, τα δε βλÎμματα των είχον το ακτινοβόλημα του ενθουσιασμοÏ, με το οποίον οι μάÏÏ„Ï…Ïες του χÏÎ¹ÏƒÏ„Î¹Î±Î½Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï ÎµÎ´Îχοντο ψάλλοντες τας βασάνους και τον θάνατον. Κατόπιν ετελÎσθη η ιεÏά μυσταγωγία και πάντες μετÎλαβον των αχÏάντων μυστηÏίων. ΕξηκολοÏθησαν δε αγÏυπνοÏντες και αναμÎνοντες τους απεσταλμÎνους. Αλλ' αÏά γε θα κατώÏθωνον να διÎλθουν και πάλιν απαÏατήÏητοί διά μÎσου του τουÏÎºÎ¹ÎºÎ¿Ï ÏƒÏ„ÏατοπÎδου; Ο κίνδυνος οÏτος και η αβεβαιότης εκÏάτει εις ανησυχίαν τους εν τη μονή. Και Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î±Ïήλθον ÏŽÏαι τινες, ο ΗγοÏμενος και άλλοι ανÎβησαν επί τον θόλου και των τειχών και ηκÏοώντο εις τον σιγήν της νυκτός. Έξαφνα διακÏίνουν Îνα εÏχόμενον. Ήτο ο Αδάμης Παπαδάκης. Έσπευσαν Ï€Ïος αυτόν και τον υπεδÎχθησαν εις το ποÏτάκι με πεÏίπτυξιν χαÏάς. Αλλ' ο Αδάμης δεν ήτο κομιστής χαÏοποιών ειδήσεων. Οι καπεταναίοι τους οποίους είδε του διηγήθησαν πεÏίλυποι πως η καταιγίς εματαίωσε τα σχÎδιά των και πως όσοι ηδυνήθησαν να πλησιάσωσιν Îβλεπον μακÏόθεν τον αγώνα και τον κίνδυνον του ΑÏκαδίου, χωÏίς να δÏνανται να βοηθήσουν. — ΚαλλίτεÏα, Îλεγον, να ήμεθα και 'μείς μÎσα στ' ΑÏκάδι ναποθάνωμεν. Μήπως δεν ήτο θάνατος να βλÎπωμεν από μακÏάν και να μη μποÏοÏμε να κάμωμεν τίποτε; Αλλά θα Îλθωμεν και αÏÏιον και ο Θεός βοηθός. Εστείλαμε γÏάμματα εις όλα τα χωÏιά να συναφθοÏμε το Ï€Ïωί μπÏοστά στο ΑÏκάδι. Μετ' ολίγον Îφθασε και ο ΚοÏβος, όστις εκόμιζεν επιστολάς τα αυτά διαλαμβανοÏσας. Τον ΚοÏωναίον εÏÏεν εις το χωÏίον Κλησίδι Ï€ÏοσπαθοÏντα να συναθÏοίση οπλίτας, ίνα μεταβή την επιοÏσαν εις βοήθειαν τον ΑÏκαδίου. Επειδή δε εκ της μονής Ï„Î¿Ï ÎγÏαφον ότι «σταθεÏάν απόφασιν είχον να εγκαÏτεÏήσωσι μÎχÏι θανάτου», απήντησεν ως εξής: «ΘÎλομεν Ï€Ïάξει παν το δυνατόν όπως Îλθωμεν εις βοήθειάν σας, αλλά μη όντες εις θÎσιν να σας βεβαιώσωμεν πεÏί τοÏτου, Ï€Ïάξετε ÏŒ,τι η συνείδησις σας υπαγοÏεÏει». Ο Παπά ΚÏανιώτης, βÏαδÏνας διότι διÎÏ„Ïεξε μεγαλειτÎÏαν απόστασιν, επÎστÏεψε πεÏί τα χαÏάγματα. Εννοηθείς δε παÏά των ΤοÏÏκων κατεδιώχθη και εκινδÏνευσε να συλληφθή ή να φονευθή και οÏτω δεν κατώÏθωσε να εισÎλθη εις την μονήν (4). Î‘Ï†Î¿Ï Î±Î½Îγνωσαν τας επιστολάς, τας οποίας εκόμισαν οι δÏο απεσταλμÎνοι, οι πολιοÏκοÏμενοι συσκεφθÎντες απεφάσισαν ν' ανοÏÏξωσιν υπόνομον. Εις τοÏτο δε ειÏγάσθησαν κατά τας υπολοίπους ÏŽÏας της νυκτός, θÎσαντες εις την υπόνομον δώδεκα βαÏÎλια πυÏίτιδος. Ο δε Μουσταφά πασάς, Ï€ÏοβλÎπων ενδεχομÎνην συνάθÏοισιν των επαναστατών, και επίθεσιν εναντίον Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î·Î½ επιοÏσαν, εσκÎφθη να μη αφήση εις αυτοÏÏ‚ τον Ï€Ïος τοÏτο καιÏόν, επισπεÏδων την εκπόÏθησιν του ΑÏκαδίου. Διά τοÏτο από του ÏŒÏθÏου ο στÏατός Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÎµÏ…Ïίσκετο επί ποδός· και Ï€Ïιν ακόμη εξημεÏώση, επανελήφθη η επίθεσις. Το Ï€Ï…Ï Ï„Î¿Ï… πυÏÎ¿Î²Î¿Î»Î¹ÎºÎ¿Ï Î´Î¹Î·Ï…Î¸Ïνετο και πάλιν συγκεντÏωμÎνον κατά της Ï€Ïλης του μοναστηÏίου, ήτις ως ήτο από της Ï€ÏοτεÏαίας ετοιμόÏÏοπος και διεÏÏηγμÎνη, δεν εβÏάδυνε να καταπÎση εις συντÏίμματα. Μετ' ολίγον δε ηνοίγετο ευÏÏ Ïήγμα και εις το τείχος. Και τότε αι σάλπιγγες του εχθÏÎ¿Ï ÎµÏƒÎ®Î¼Î±Î½Î±Î½ γενικήν Îφοδον. Με φÏικτόν δε αλλαλαγμόν, ÏŒÏμησαν πανταχόθεν κατά της μονής τα άγÏια των ΤοÏÏκων πλήθη. Οι υπεÏασπισταί όμως του ΑÏκαδίου, ατÏόμητοι εις τας θÎσεις των, κατά την φοβεÏάν εκείνην στιγμήν, εθÎÏιζον τας πυκνάς των ΤοÏÏκων φάλαγγας. Αλλά και οι ΤοÏÏκοι ακλόνητοι Ï€ÏοχωÏοÏντες Îφθασαν εις τα Ï€ÏόθυÏα της μονής και ÏŽÏμησαν εις το Ïήγμα της Ï€Ïλης. Εκεί ο ΗγοÏμενος πεÏιστοιχοÏμενος υπό δÏακός ηÏώων ανÎκοψε ξιφήÏης την οÏμήν αυτών και φοβεÏά συμπλοκή στήθος Ï€Ïος στήθος συνήφθη εις τον στενόν εκείνον χώÏον. Την στιγμήν εκείνην κÏότος μÎγας ηκοÏσθη, το Îδαφος εσείσθη ως υπό ÏƒÎµÎ¹ÏƒÎ¼Î¿Ï Ï†Î¿Î²ÎµÏÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ μία πλευÏά του τείχους ανετινάχθη και κατÎπεσε θάψασα υπό τον όγκον αÏτης τους συνωθουμÎνους Ï€Ïο του πεÏιβόλου ΤοÏÏκους. Η υπόνομος είχεν αναφλεγή. Εις σÏνθημα δοθÎν παÏά του ΓαβÏιήλ, είς των πλησίον Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î¼Î±Ï‡Î·Ï„ÏŽÎ½ ονόματι Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης, εκ του χωÏίου Άδελε της ΡεθÏμνης, κατήλθεν εις την υπόνομον και πυÏοβολήσας εις την πυÏίτιδα την ανÎφλεξε, γενόμενος αυτός το Ï€Ïώτον θÏμα. Αλλ' εκτός των ΤοÏÏκων και πολλοί εκ των πολιοÏκουμÎνων εÏÏον τον θάνατον υπό τα εÏείπια. Το αποτÎλεσμα όμως της εκÏήξεως δεν υπήÏξεν όσον το ανÎμενον οι πολιοÏκοÏμενοι καταστÏεπτικόν. Η Ï€Ïοσδοκία αυτών ήτο ν' ανατιναχθή ολόκληÏος η μονή μετά της πεÏιοχής αυτής, αλλ' ανετινάχθη μόνον μÎÏος αυτής. Η ÎκÏηξις αÏτη επÎφεÏε πανικόν εις τους ΤοÏÏκους, οίτινες ωπισθοδÏόμησαν ατάκτως, νομίζοντες ότι το Îδαφος ολόκληÏον ήτο υπονομευμÎνον και θα ηνοίγετο να τους καταπίη. Εκ τοÏτου δ' επήλθε βÏαχεία της πάλης διακοπή. Κατά τας στιγμάς εκείνας είδεν η Δασκαλάκη τον ΗγοÏμενον Îξαλλον, αγνώÏιστον εκ του ÎºÎ±Ï€Î½Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ πυÏίτιδος, με τα Ïάσα εις Ïάκη μεταβεβλημÎνα. ΕκÏάτει γυμνόν γιαταγάνι. Και με φωνήν πεÏίλυπον της είπε: — Εσκοτώθηκαν τόσοι κ' εγώ ζω ακόμη. Δεν ÎÏχεται μια μπάλλα να με σώση; Αλλά δεν θα Ï€Îσω ζωντανός στα χÎÏια των ΤοÏÏκων. ΤαÏτα δε λÎγων, εξήγαγε το πεÏίαπτόν του και της το Îδωκε, μεθ' ο ÎÏ„Ïεξεν εις το Ïήγμα, διότι οι ΤοÏÏκοι ανασυναχθÎντες επήÏχοντο εκ νÎου. Και όσοι επÎζησαν της καταστÏοφής του ΑÏκαδίου δεν τον επανείδον ζώντα. Τον επανείδον νεκÏόν εν μÎσω τουÏκικών πτωμάτων διάτÏητον υπό σφαιÏών και ξιφισμών και Îχοντα την κεφαλήν αποκεκομμÎνην. Οι ΤοÏÏκοι, πατήσαντες επί των πτωμάτων των ολίγων ηÏώων, οίτινες ÏŒÏθιοι εις το Ïήγμα και επί των καπνιζόντων εÏειπίων Ï€Ïοετάσσον το στήθος αυτών ως τελευταίον Ï€Ïομαχώνα κατά της εισβολής των εχθÏών, εισώÏμησαν εις την αυλήν. Αλλ' οι ζώντες ακόμη εκ των υπεÏασπιστών του ΑÏκαδίου, αποσυÏθÎντες εις τα κελλία, αντÎταξαν εκείθεν την τελευταίαν άμυναν και ÎστÏωσαν την αυλήν με τουÏκικά πτώματα. — ΠαÏαδοθήτε, μωÏÎ, να γλυτώσετε, εφώναζον Ï€Ïος αυτοÏÏ‚ οι εντόπιοι ΤοÏÏκοι. — Îστε νάχωμ' Îνα φυσÎκι θα πολεμοÏμε, απήντων οι πολιοÏκοÏμενοι. — Θα βάλωμε φωτιά να σας κάψωμε. — ÎŒ,τι σας πεÏάση να μη ταφήσετε. Εις Îν των κελλίων ευÏίσκετο ο Κωστής Δασκαλάκης μετά της μητÏός και των συγγενών του. Ενώ δε από του παÏαθÏÏου εμάχετο, επληγώθη εις το μÎτωπον και Ï„' αίμα πεÏιÎλουσε το Ï€Ïόσωπόν του. — Ω! ανεφώνησεν. — Για τόσο Ï€Ïάμμα; του είπεν η Î¼Î®Ï„Î·Ï Ï„Î¿Ï… εξετάζουσα το Ï„ÏαÏμα με την σπαÏτιατικήν της αταÏαξίαν. ΘÎλεις να σ' ακοÏσουν να πουν πως εφοβήθηκες, γυιΠμου; Î Ïο του κελλίου είχε Ï€Îσει φονευθείς είς ΤοÏÏκος στÏατιώτης· επειδή δε τα πολεμοφόδια των υπεÏασπιστών του κελλίου επλησίαζον να εξαντληθώσιν, ήνοιξαν την θÏÏαν επί μίαν στιγμήν και ÎσυÏαν μÎσα τον νιζάμην, επί του οποίου εÏÏον πυÏιτιδοβολάς τινας και δοχείον εκ λευκοσιδήÏου πεÏιÎχον καφΠκαι ζάχαÏιν. Με το τελευταίον τοÏτο εÏÏημα κατώÏθωσαν να καταπÏαΰνωσι μιαν αÏτιγÎννητον εγγονήν της Δασκαλάκη, ήτις κλαίουσα απαÏηγόÏητα, τους είχε Ï„Ïελλάνει με τας κÏαυγάς της. Η από των κελλίων αντίστασις διήÏκεσεν επί ÏŽÏαν ικανήν. Αλλά τα πολεμοφόδια των τελευταίων υπεÏασπιστών του ΑÏκαδίου εξηντλήθησαν, τα πλείστα δε των όπλων κατÎστησαν άχÏηστα. Εις την Ï„ÏαπεζαÏίαν της μονής είχον κλεισθή πεÏί τους 40 πολεμισταί, εξ ων πολλοί ήσαν πληγωμÎνοι. Όταν δε τα όπλα των ήÏχισαν να σιγώσι, ΤοÏÏκοι εντόπιοι, οίτινες τους εγνώÏιζον, επλησίασαν και τους εκάλεσαν να παÏαδώσουν τα όπλα, διαβεβαιοÏντες αυτοÏÏ‚ μεθ' ÏŒÏκων ότι δεν είχον να φοβηθώσι τίποτε. Οι δυστυχείς εκείνοι επείσθησαν και εκ των παÏαθÏÏων παÏÎδωκαν τα όπλα, τα οποία άλλως ήσαν άχÏηστα. Αλλ' οι ΤοÏÏκοι, επιοÏκοÏντες, εισώÏμησαν, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ αφώπλισαν, και τους κατÎσφαξαν όλους, πλην ενός νÎου, Εμμανουήλ ΜπÏιλάκη ονομαζομÎνου, όστις Ï€Ïολαβών ανεÏÏιχήθη και εκÏÏβη εις την καπνοδόχην. Εκείθεν, μόλις κÏατοÏμενος εκ του Ï„Ïόμου, ήκουσεν οÏτος τας κÏαυγάς των σφαζομÎνων και όλον τον φÏικτόν θόÏυβον της πάλης Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ αόπλων και των ωπλισμÎνων. (5) Οι ΤοÏÏκοι εκάλεσαν και τους άλλους να παÏαδοθώσιν, αλλ' αν και οÏτοι είχαν εξαντλήσει τα πολεμεφόδιά των, δεν παÏεδίδοντο εις τους εντοπίους. Αι κÏαυγαί των παÏαδοθÎντων εις την Ï„ÏαπεζαÏίαν τους είχον ειδοποίησει πεÏί της Ï„Ïχης ήτις τους ανÎμενε. — Θα πάÏετε Ï€Ïώτα τις τελευταίες μας σφαίÏες και Îπειτα τα τουφÎκια μας, απήντησεν ο Δημακόπουλος Îκ τινος κελλίου. Μόνον δε όταν ήλθε στÏατός τακτικός, συγκατÎνευσαν να παÏαδοθώσιν. Αλλ' οι άτακτοι οÏμώντες διά μÎσου των στίχων του στÏατοÏ, εθανάτωσαν πολλοÏÏ‚, κατά την στιγμήν της παÏαδόσεως. ΤινÎÏ‚ μάλιστα αÏπάσαντες νήπια από τας αγκάλας των μητÎÏων, τα διεμÎλισαν. Οι υπολειφθÎντες εκ των πολιοÏκουμÎνων, ουχί πεÏισσότεÏοι των 150, ωδηγήθησαν εις το στÏατόπεδον του Μουσταφά, όστις είπε Ï€Ïος τους άνδÏας, υποκÏινόμενος ευαισθησίαν φιλανθÏώπου: — Δεν ελυπηθήκατε, μωÏÎ, τα παιδιά και τις γυναίκες; Φτου 'σας, εντεψίζηδες! ΗÏώτησεν Îπειτα αν ο ΚοÏωναίος ήτο εντός της μονής, και μαθών ότι οÏτος είχε μείνει Îξω της πολιοÏκίας, είπε: — ΚÏίμα! άδικα 'χάσαμε τόσους ανθÏώπους. Μετά τοÏτο διÎταξε να χωÏισθώσιν οι ολίγιστοι άνδÏες από τα γυναικόπαιδα, και εÏωτών Îνα Îκαστον εκ των ανδÏών αν ήσαν εθελονταί ή ΚÏήτες, εχώÏιζε και τοÏτους. — Είσαι ξÎνος εσÏ; είπε Ï€Ïος τον Δημακόπουλον. — Είμαι στÏατιώτης του ΒασιλÎως των Ελλήνων, απήντησεν ο ανθυπολοχαγός, όστις φοÏών την στολήν του, δεν ηδÏνατο, και αν ήθελε, ν' αποκÏÏψη την ιδιότητά του. — Και συ; ηÏώτησε τον Κωνσταντίνον Δασκαλάκην, όστις εφόÏει στολήν Έλληνος εθνοφÏλακος. — ΣτÏατιώτης του ΒασιλÎως των Ελλήνων, απήντησε και οÏτος. Την αυτήν απάντησιν Îδωκε και ο Βασίλης ΑÏάπης ο σαλπιγκτής, είς στÏατιώτης του Î¹Ï€Ï€Î¹ÎºÎ¿Ï Î¿Î½ÏŒÎ¼Î±Ï„Î¹ ΣπÏÏος και ο εκ ΡεθÏμνου Îικόλαος Γαληνάκης. Εις την ακολουθίαν του Πασά ήτο αγαθός τις Μωαμεθανός ΡεθÏμνιος, όστις εγνώÏιζε τον Γαληνάκην, ως κάτοικον ΡεθÏμνου. ΓνωÏίζων δε ότι οι εθελονταί θα εθανατώνοντο, ηθÎλησε να τον σώση. — Î’Ïε δεν είσαι συ ο Îικολής ο Γαληνός από το ΡÎθεμνο; Δεν είσαι Ïάφτης στο ΡÎθεμνο; Γιάιντα δεν λες την αλήθεια; Αλλ' ο Γαληνάκης, νομίζων ίσως ότι η σωτηÏία του ήτο ασφαλεστÎÏα αν συγκατελÎγετο εις τους εθελοντάς, επÎμεινε διατεινόμενος ότι ήτο εθελοντής και στÏατιώτης. Οι οÏτω αποχωÏισθÎντες ως εθελονταί παÏεδόθησαν εις απόσπασμα στÏατοÏ, το οποίον, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ απεμάκÏυνε, τους πεÏιεκÏκλωσε και τους εφόνευσε διά λογχισμών. Έπειτα απεκόπησαν αι κεφαλαί των και εξεσφενδονίσθησαν εις το μÎÏος όπου εφυλάσσοντο τα γυναικόπαιδα. Εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î¿Î¹ άτακτοι ελεηλάτουν και κατÎστÏεφον ÏŒ,τι Îμενεν ακόμη εις το ΑÏκάδιον, και εβεβήλουν τον ναόν. ΕυÏόντες δε εις Îν κελλίον Ï„Ïεις βαθυγήÏους μοναχοÏÏ‚, τυφλοÏÏ‚ και παÏαλυτικοÏÏ‚ εκ του γήÏατος, τους Îκαυσαν ζωντανοÏÏ‚. Ενώ δε οÏτοι εις ταÏτα κατεγίνοντο, μία των πεÏιστεÏών, τας οποίας είχε φυγαδεÏσει εκ του μοναστηÏίου της μάχης η βοή και ο πάταγος, ήλθε κ' εκάθησεν επί του κωδωνοστασίου. Ιδών δε αÏτην είς των ΤοÏÏκων, την επυÏοβόλησε και την εφόνευσε. Δεν Îπεσεν όμως κάτω το πτηνόν, αλλ' Îμεινεν επί της στÎγης. Ο δε ΤοÏÏκος αναβάς διά να πάÏη την πεÏιστεÏάν, εÏÏεν Îνα χÏιστιανόν, κÏυπτόμενον Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ δÏο θόλων του ναοÏ, και τον εφόνευσεν. Ο Μουσταφάς παÏÎμεινεν εις το οÏοπÎδιον του ΑÏκαδίου διά να θάψη τους νεκÏοÏÏ‚ του, οίτινες πολυάÏιθμοι εκάλυπτον τα Ï€ÎÏιξ και την αυλήν της μονής· τους δε αιχμαλώτους απÎστειλε μετά μÎÏους του στÏÎ±Ï„Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ των εντοπίων ΤοÏÏκων εις ΡÎθυμνον. Καθ' οδόν οι αιχμάλωτοι Ï…Ï€ÎφεÏαν μαÏÏ„ÏÏια, ως να μη ήσαν αÏκετά όσα είχον υποφÎÏει μÎχÏι τοÏδε. Οι παÏακολουθοÏντες ΤοÏÏκοκÏήτες τους επÏοπηλάκιζον παντοιοτÏόπως. Επειδή όπως ήσαν εξηντλημÎνοι σωματικώς και ψυχικώς, τινÎÏ‚ δε και πληγωμÎνοι, εσÏÏοντο μάλλον παÏά εβάδιζον, τους εκτÏπων με τα όπλα διά να ταχÏνουν το βήμα. Μόνον Ï€Ïος την ΧαÏίκλειαν Δασκαλάκη εφÎÏθησαν μετά τινος σεβασμοÏ, διότι τινÎÏ‚ των ΤοÏÏκων χωÏικών την εγνώÏιζον, της Ï€ÏοσÎφεÏον μάλιστα και ημίονον να ιππεÏση, αλλά δεν εδÎχθη. Αλλ' όταν είδε να βασανίζουν τόσον βαÏβάÏως τους άλλους αιχμαλώτους, δεν ηδυνήθη να κÏατήση την αγανάκτησίν της και είπε Ï€Ïος τους ΤοÏÏκους: — Ανάθεμα τσι μπάλλες που μας αφήκανε ζωντανοÏÏ‚! Δε μάςε σκοτώνετε μια και καλή να γλυτώσωμε; Είς των ΤοÏÏκων ÎσυÏε την πιστόλα του. — Έχεις και γλώσσα, γκιαοÏÏισα, αί; Και διηÏθυνε το όπλον κατ' αυτής· επειδή δε οι άλλοι τον ημπόδισαν, ήÏπασεν από την αγκάλην της Δασκαλάκη την μικÏάν της εγγονήν και την ετίναξεν εις απόστασιν. (6) Εις το χωÏίον ÎœÎση απÎθανόν τινες των Ï„ÏαυματισμÎνων αιχμαλώτων. Οι δε ΤοÏÏκοι εκάλεσαν Îνα ιεÏÎα να τους θάψη, ουχί εκ γενναιοψυχίας και ÏƒÎµÎ²Î±ÏƒÎ¼Î¿Ï Ï€Ïος τα ευγενή εκείνα θÏματα, αλλά διά να λάβουν αφοÏμήν να υβÏίσουν και την θÏησκείαν αυτών. Καθ' ην ÏŽÏαν λοιπόν ο ιεÏεÏÏ‚ ανεγίνωσκε τας ευχάς της εκκλησίας επί των νεκÏών, οι ΤουÏκοκÏήτες πλησιάζοντες τον εκολάφιζον, διότι τάχα δεν τάψαλλε καλά. Οι ολίγοι άνδÏες αιχμάλωτοι ήσαν δεμÎνοι. ÎœÎµÏ„Î±Î¾Ï Î´Îµ αυτών ήτο και ο ΚοÏβος, τον οποίον οι ΤουÏκοκÏητικοί εμίσουν εξαιÏετικώς, διότι ήτο φημισμÎνος διά την ανδÏείαν του και Ï€Ïο της επαναστάσεως κατεδιώκετο υπό της ΤουÏκικής εξουσίας, διότι πολλοÏÏ‚ εκ των θÏασυτÎÏων ΤοÏÏκων είχε ταπεινώσει. Ήτο όμως τόσον μαυÏισμÎνος και παÏαμοÏφωμÎνος, ώστε και όσοι εκ των ΤοÏÏκων τον εγνώÏιζον δεν τον ανεγνώÏισαν Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ αιχμαλώτων. Ολίγον δε κατωτÎÏω της ÎœÎσης, κατοÏθώσας να λÏση τα δεσμά του, απεπειÏάθη να φÏγη. Αλλ' οι ΤοÏÏκοι τον συνÎλαβον και ανακαλÏψαντες τότε ποίος ήτο, τον εθανάτωσαν κατά Ï„Ïόπον φÏικτόν, ακÏωτηÏιάσαντες και διαμελίσαντες αυτόν. Εις το ΡÎθυμνον ο τουÏκικός όχλος υπεδÎχθη τους αιχμαλώτους με λοιδοÏίας και εμπτυσμοÏÏ‚. ΟÏτω δε τους συνώδευσε μÎχÏι του ΔιοικητηÏίου, όπου οι μεν άνδÏες εÏÏίφθησαν εις τας φυλακάς, αι δε γυναίκες και τα παιδία παÏεδόθησαν, ενεÏγεία των Ï€ÏοξÎνων, εις τον Επίσκοπον, ίνα κÏατηθώσιν εις την Επισκοπήν. Και τα μεν γυναικόπαιδα μετ' ολίγας ημÎÏας αφÎθησαν ελεÏθεÏα, οι δε άνδÏες εκÏατήθησαν, επί μήνας εις την φυλακήν. Δεν Ï€ÏÎπει να παÏαλείψω ότι είς των εν ΡεθÏμνω ΤοÏÏκων, ο εξ ΗÏακλείου ΜουχαÏÎμ βÎης, ανώτεÏος δημόσιος υπάλληλος, μετά τόσης φιλανθÏωπίας εφÏόντισεν Ï…Ï€ÎÏ Ï„Ï‰Î½ αιχμαλώτων του ΑÏκαδίου και τοιοÏτον ενδιαφÎÏον Îδειξε δι' αυτοÏÏ‚, ώστε η διαγωγή του ενίσχυσε την υποψίαν την οποίαν είχον σχηματίσει πεÏί Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÎµÎ¾ άλλων παÏαπλησίων εκδηλώσεων οι ΤοÏÏκοι, ότι ήτο χÏιστιανός εν τω κÏυπτώ. Η υποψία δε αÏτη επεβεβαιώθη βÏαδÏτεÏον, όταν τα Ï„Îκνα του, καταφυγόντα εις την Ελλάδα, εβαπτίσθησαν. ΤΕΛΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΠΟ ΓÎÏω-ΜαÏÏ„Îν (ΚοÏμών και ΓκÏανζÎ) ΔÏάμα. Î Ïάξεις 3. ΔÏ. 1.20 Τόσκα (Victorien Sardou) ΔÏάμα. Î Ïάξεις 3. ΔÏ. 1. — Οι βÏυκόλακες (ΕνÏίκ Ίψεν) ΔÏάμα. Î Ïάξεις 3. ΔÏ. 1. — Η ΛÏÏα του ΓÎÏω-Îικόλα (Δ. Κόκκου). ΚωμειδÏλ. Î Ï. 3. ΔÏ. — .80 Ο μακαÏίτης ΤουπινÎλ (Bisson). Κωμ. Διασκευή Î. ΛάσκαÏη. ΔÏ. 1. — Η Τιμή (Sudermann) ΔÏάμα. Î Ïάξ. 3. ΜετάφÏ. Χ. Αννίνου. ΔÏ. 1. — ΠατÏίς! (Sardou) ΔÏάμα. Î Ï. 5. ΜετάφÏ. I. ΚαμποÏÏογλου. ΔÏ. 1.20 Η ΚαÏαντίνα (Î. ΛάσκαÏη). Κωμωδία. Î Ïάξεις 3. ΔÏ. 1.20 Αι δÏο ΟÏφαναί (D' Ennery) ΔÏάμα. Î Ïάξ. 5. Μετ. Δ. ΛάμπÏου. ΔÏ. 1.20 Κωμωδίαι ΜονόπÏακτοι (Î. ΛάσκαÏη). ΔÏ. 1.20 Ο Αλκάδης της ΘαλαμÎας (Calderon) ΔÏάμα. Î Ïάξεις 3. ΜετάφÏασις I. ΚαμποÏÏογλου ΔÏ. 1. — Ο Αγαπητικός της ΒοσκοποÏλας (ΚοÏομηλά). ΕιδÏλ. Î Ï. 5. ΔÏ. 1.20 Îα το λÎμε; (Labiche) Κωμωδία Î Ïάξ. 3 Μετ. Î. ΛάσκαÏη. ΔÏ. 1. — Μονόλογοι — Καλαποθάκη — ΔημητÏακοποÏλου — ΔεληκατεÏίνη — ΛάσκαÏη — ΚαλογεÏοποÏλου — ΚοτσελοποÏλου. ΔÏ. — .80 Οι δÏο Λοχίαι (B. Daubigny). ΔÏάμα. Î Ïάξεις 3. ΔÏ. 1.20 Η ΣτÏίγγλα (Î. ΑντωνοποÏλου) ΔÏαματ. ειδÏλ. Î Ïάξ. 4. ΔÏ. — 80 Οι Άτιμοι (Rovetta) ΔÏάμα. Î Ïάξ. 3. ΜετάφÏ. Χ. Αννίνου. ΔÏ.80 Ο Καπετάν Γιακουμής (Δ. Κόκκου). ΚωμειδÏλ. Î Ïάξ. 4. ΔÏ. 1.20 Η ΦαιδώÏα (Vict. Sardou) ΔÏάμα. Î Ïάξεις 4. ΔÏ. 1.20 Η Γκόλφω (Σπ. ΠεÏεσιάδου). ΔÏάμα ειδυλλιακόν. Î Ïάξεις 5. ΔÏ. 1.20 Μαλλιά ΚουβάÏια (Îικ. ΛάσκαÏη) Κωμωδία. Î Ïάξεις 3. ΔÏ. 1.40 Ο ΣταυÏός (Ιω. ÎικολάÏα} ΔÏάμα. Î Ïάξεις 3. ΔÏ. — .60 Η Χάϊδω (Î . Μελισσιώτου) ΔÏαματικόν ειδÏλλ. Î Ïάξ. 3. ΔÏ. — .80 Η Θεία του ΚαÏόλου (Brandon) Κωμ. Î Ïάξ. 3. Μετ. Αννίνου. 1. — Ο ΓαμβÏός μας (ΛάσκαÏη και Γιαννουκάκη) Κωμωδ. Î Ïάξ. 3. 1.20 ÎÏ„Ïοπαλός εÏωτευμÎνος (ΚαμποÏÏογλου και ΛάσκαÏη) Κωμ. — .60 Σαμπινιόλ χωÏίς να θÎλη. Κωμωδ. Î Ïάξ. 3. Μετ. ΛάσκαÏη. 1.40 Η Μήδεια (ΣουβαÏÎν) ΔÏάμα. Î Ïάξ. 4. ΜετάφÏ. Κ. Κοκόλη. ΔÏ. 1.20 Η ΛαμπαδοδÏομία (Î . ΕÏβιÎ) ΔÏάμα. Μετ. Ηλ. ΒεÏγοποÏλου. 1.20 ΈÏωτος ΘÏίαμβος (Giacosa) ÎœÏθος δÏαματικός. ΜετάφÏασις Αγησιλάου ΓιαννοποÏλου, ηπειÏώτου. ΔÏ. — .60 Το Σπίτι της ΚοÏκλας (Ίψεν) ΔÏάμα Î Ïάξ. 3. Μετ. Γιαννουκάκη. 1.40 Ο Υιός της Îυκτός (Sejour) ΔÏάμα. Î Ï. 4 μετά Î Ïολόγου. ΔÏ. 1.20 ΘυμιοÏλα η Γαλαξειδιώτισσα (Μελισσιώτου) ΔÏαμ. ειδÏλ. Î Ï. 3. — .80 ΜαÏκÎλλα (Πολ. ΔημητÏακοποÏλου) ΤÏαγωδία. Î Ïάξεις 4. ΔÏ. 1.20 Οι Ιακωβίται (Fr. Coppée) ΔÏάμα. Î Ïάξ. 5 Μετ. ΤσοκοποÏλου 1. — Îυξ ΕλεημοσÏνης (Ιω. Βουλοδήμου) ΔÏάμα. Î Ïάξεις 3. ΔÏ. 1. — Ο Ράπτης των ΚυÏιών (Feydeau) Κωμ. Î Ï. 3. Μετ. Γιαννακάκη 1.20 Από τη Γη 'Ï‚ τον ΟυÏανό (ΔημητÏακοποÏλου) Κωμ. Î Ïάξ. 3. 1.20 Κωμωδίαι (Î. I. ΛάσκαÏη). ΣειÏά ΔευτÎÏα. ΔÏ. 1. — Η ΛοκαντιÎÏα (G. Goldoni) Κωμ. Î Ïάξ. 3. Μετ. ΠοÏιώτη. ΔÏ. 1.40 Ο Δον Κιχώτης (ΣτÏατηγοποÏλου) ΙλαÏοτÏαγωδ. Î Ïάξ. 5. ΔÏ. 1.40 Ο ΜπάÏμπα-ΛινάÏδος (Δ. Κόκκου) ΚωμειδÏλ. Î Ïάξ. 3. ΔÏ. 1. — Το Στοιχειό (Calderon) ΔÏάμα εις ΗμÎÏας 3. Μετ. ΚαμποÏÏογλου. 1. — Οι Ιππόται της Ομίχλης (D' Ennery) ΔÏάμα. Î Ïάξ. 5. ΔÏ. 1.40 Aγαθόπουλος ο ΞηÏοχωÏίτης (ΜολιÎÏου) Κωμ. Î Ïάξ. 3. ΔÏ. — .80 Για την Τιμή (ΧÏ. ΧÏηστοβασίλη) ΤÏαγωδία. Î Ïάξ. 4. ΔÏ. 1 — ÎικηφόÏος Φωκάς (Î . Δ. Ζάνου) ΤÏαγωδία. Î Ïάξεις 3. ΔÏ. 1.20 Η ΧήÏα (H. Meilbac και Halevy) Κωμωδ. Î Ïάξ. 3. ΔÏ. 1. — ΔÏαμάτια (Îικ. I. ΛάσκαÏη). Îα με ΖηλεÏης. — Οι Έντιμοι. — Το Μαυσωλείον. ΔÏ. 1. — Το Μπαλόνι (J. Darnley και G. Fenn) Κωμωδ. Î Ïάξ. 3. ΔÏ. 1.20 ΤαÏτοÏφος (ΜολιÎÏου) Κωμωδία. ΜετάφÏ. I. Σκυλίσση. ΔÏ. 1.40 Πικ-Îικ (Î. I. ΛάσκαÏη και Γ. Κ. Πωπ) Κωμωδ. Î Ïάξ. 3. ΔÏ. 1.20 Ο Πολιτικός Ανεμόμυλος (Gondinet) Κωμ. Διασκ. Î. ΛάσκαÏη. — .60 ΓÎνος Και ΚαÏδία (Î . Δ. Ζάνου) ΔÏάμα. Î Ïάξεις 4. ΔÏ. — .80 Ο Î¼Î½Î·ÏƒÏ„Î®Ï Ï„Î·Ï‚ ΑÏχοντοÏλας (Αλ. Ρ. Ραγκαβή) Κωμ. ΔÏ. — .80 ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ H Βιβλιοθήκη αÏτη γÏαφείσα υπό διακεκÏιμÎνων λογίων μας πεÏιλαμβάνει εν μονογÏαφίαις τας ωÏαιοτÎÏας και συγκινωτÎÏας σελίδας της ελληνικής ιστοÏίας και αποτελεί το κατ' εξοχήν εθνικόν ανάγνωσμα διά πάντα Έλληνα. Έκαστον τεÏχος εκ σελίδων 32 σχημ. 16ου, αποτελοÏν αυτοτελή Ï€Ïαγματείαν, τιμάται λεπτών 35. ΟδυσσεÏÏ‚ ΑνδÏοÏτσος (Το Χάνι της ΓÏαβιάς) υπό Μπάμπη Αννίνου. ΓεώÏγιος ΚαστÏιώτης ο ΣκενδÎμπεης υπό Ηλ. ΟικονομοποÏλου. ΘεόδωÏος ΚολοκοτÏώνης υπό Γ. ΤσοκοποÏλου. Ο θάνατος του ΠαπαφλÎσσα υπό Ιω. Î . ΠετÏουνάκου. Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος υπό Δ. Ι. ΚαλογεÏοποÏλου. Ο ΛόÏδος Î’ÏÏων υπό Θεοδ. Γ. ΚυπÏίου. Η Îαυμαχία του ÎαυαÏίνου, υπό Γ. ΤσοκοποÏλου. ΠολιοÏκία και Îξοδος του Μεσολογγίου υπό Ευαγ. Παντελίδου. Αναμνήσεις εκ της εν Μακεδονία επαναστάσεως του 1878, υπό ΙδομενÎνως ΣτÏατηγοποÏλου Η ολοκαÏτωσις του ΑÏκαδίου, υπό Ιω. Κονδυλάκη. Η άλωσις της ΚÏÏ€Ïου υπό των ΤοÏÏκων, υπό Γ. ΦÏαγκοÏδη. Η πολιοÏκία της ΑκÏοπόλεως (3 ΜαÎου 1826 — 25 ΜαÎου 1827), υπό ΓεωÏγ. ΑσπÏÎα. ΠολιοÏκία και άλωσις της ΤÏιπολιτσάς, υπό Γ. ΤσοκοποÏλου. Η ΚυÏά ΦÏοσÏνη, υπό ΣπυÏ. Ποταμιάνου. Αθανάσιος Διάκος, υπό Τίμ. ΜωÏαϊτίνη. Η καταστÏοφή των Αλβανών εν Îαυπλίω (1779), υπό Γ. ΑντωνοποÏλου. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των ΤοÏÏκων. Οι Ï„Ïεις Î ÏÏγοι. Επεισόδιον. Υπό Πολ. ΔημητÏακοποÏλου. Ο Κατσαντώνης υπό ΧÏ. ΧÏηστοβασίλη. Η άλωσις της ΓÏαμβοÏσας (Επανάστασις του 1821 εν ΚÏήτη) υπό Ιω. Κονδυλάκη. *** 1) Ο σημεÏινός ναός δεν φαίνεται Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î±Î»Î±Î¹Î¬ οικοδομή. Σώζονται όμως ίχνη αÏχαιοτÎÏας οικοδομής. 2) Κατά την επανάστασιν εκείνην Îμελλε να χάση Ï„Ïεις υιοÏÏ‚, πεσόντας εις τας μάχας. 3) Η σημαία αÏτη διασωθείσα φυλάσσεται υπό τον ÎµÎ³Î³Î¿Î½Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ κ. Στυλ. Δασκαλάκη. 4) Ο ανδÏείος οÏτος ιεÏεÏÏ‚ εφονεÏθη μετά τινας μήνας εις μίαν μάχην εν Μυλοποτάμω. 5) Οι ΤοÏÏκοι τον ανεκάλυψαν μετά τινας ÏŽÏας εις την καπνοδόχην, αλλά τον Îσωσε λοχαγός τις του Ï„Î±ÎºÏ„Î¹ÎºÎ¿Ï ÏƒÏ„ÏατοÏ. Μετά την επανάστασιν εχειÏοτονήθη ιεÏεÏÏ‚, αλλά μετά τινα καιÏόν παÏαφÏονήσας απÎθανε. 6) Εκ της πτώσεως εκείνης Îπαθε κάταγμα η κνήμη του βÏÎφους, εξ ου διετήÏησε και κατόπιν μικÏάν βλάβην χωλαίνουσα ολίγον. ΣήμεÏον είναι διδασκάλισσα η εγγονή της ΧαÏίκλειας Δασκαλάκη, ονομαζομÎνη ΠαÏασκευή Δαμουλάκη. --- Provided by LoyalBooks.com ---